Κώτιλον

Κώτιλον
Κώτιλον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κωτίλον — κωτίλος chattering masc acc sg κωτίλος chattering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώτιλον — κώτῑλον , κωτίλλω prattle aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωτίλοις — Κώτιλον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωτίλων — Κώτιλον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωτίλῳ — Κώτιλον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλος — κωτίλος, η, ον (Α) 1. φλύαρος 2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.) 3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.) 4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Κωτίλωι — Κωτίλῳ , Κώτιλον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”